- πάστωρ
- -ορος, ο, ΝΑ, και πάστωρας και πάστορας Ννεοελλ.ιερέας τών θρησκευτικών κοινοτήτων τών Διαμαρτυρομένων, ποιμένας ανθρώπων ή και βικάριοςαρχ.βοσκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pastor, -oris «βοσκός, ποιμένας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάστορας — ο βλ. πάστωρ … Dictionary of Greek
αγιοπούλι — Ωδικό πούλι της οικογένειας των ψαριδών. Το επιστημονικό του όνομα είναι πάστωρ ο ρόδινος. Λέγεται και ακριδοθήρας. Το α. έχει μήκος 21 έως 23 εκ., μικρό λοφίο στο κεφάλι και δυνατό ράμφος. Το χρώμα του είναι ρόδινο στο σώμα, ενώ στο κεφάλι, στον … Dictionary of Greek